- πτεροδάκτυλος
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιπτάμενων ερπετών που ανήκει στην τάξη πτεροσαύρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pterodactylus (< πτερό + δάκτυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Pterodactylus — Pterodactyl redirects here. For other uses, see Pterodactyl (disambiguation). Animalia Pterodactylus antiquus Temporal range: Late Jurassic, 150.8–148.5 Ma … Wikipedia
πτεροσαύρια — (pterosauria). Τάξη ερπετών, που έχει εκλείψει. Xαρακτηρίζονταν για το μέγεθος του κεφαλιού τους και το μήκος του λαιμού τους, σε σχέση με το μικρό τους σώμα. Τα οστά τους είχαν αεροφόρες κοιλότητες, όπως των πουλιών και τα μπροστινά τους άκρα… … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Κιβιέ, Ζορζ Λεοπόλντ — (Georges Leopold Cuvier, Μονπελιέ 1769 – Παρίσι 1832). Γάλλος φυσιοδίφης και ανατόμος, ιδρυτής της σύγχρονης συγκριτικής ανατομίας. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Ακαδημία της Στουτγάρδης, όπου μελέτησε διοίκηση, δίκαιο, οικονομικά, φυσική… … Dictionary of Greek